ξαδειάζω

ξαδειάζω
ξάδειασα
1. τελειώνω τις δουλειές μου: Μπήκα στην κουζίνα και ξάδειασα το απόγεμα.
2. έχω καιρό, ευκαιρώ: Δεν ξαδειάζει από τα κουτσομπολιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”